- τύμβ'
- τύμβε , τύμβοςsepulchral moundmasc voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θησαυρωρυχεία — και ορθτ. θησαυρωρυχία, ή η ανακάλυψη και ανόρυξη κρυμμένου θησαυρού. [ΕΤΥΜΟΛ. θησαυρωρυχεία αντί τού ορθού θησαυρωρυχία < θησαυρός + ωρυχία (< ορύσσω), πρβλ. αλατ ωρυχία, τυμβ ωρυχία. Το ω λόγω τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek
κρικίον — κρικίον, τὸ (AM) μικρός κρίκος, κρικέλλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρίκος + υποκορ. κατάλ. ίον (πρβλ. ρομβ ίον, τυμβ ίον)] … Dictionary of Greek
λινούχος — λινοῡχος, ον (Α) αυτός που έχει ή μεταχειρίζεται δίχτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + οῦχος (< ἔχω), πρβλ. δικαι ούχος, τυμβ ούχος] … Dictionary of Greek
λοχιάς — λοχιάς, άδος, ἡ (Α) (για την Εκάτη) η προστάτιδα τής λοχείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόχος «γέννα, τοκετός» + κατάλ. ιάς (πρβλ. σχεδ ιάς, τυμβ ιάς)] … Dictionary of Greek
μύειος — μύειος, ον (Α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους ποντικούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + κατάλ. ειος (πρβλ. τύμβ ειος)] … Dictionary of Greek
οφθαλμωρύχος — ὀφθαλμωρύχος, ον (Α) αυτός που βγάζει τα μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + ωρύχος (< ὀρύσσω) με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. τυμβ ωρύχος)] … Dictionary of Greek
προτυμβίδιος — ία, ον, Α αυτός που είναι στημένος ή που βρίσκεται μπροστά από τύμβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + τύμβος + κατάλ. ίδιος (πρβλ. ἐπι τυμβ ίδιος)] … Dictionary of Greek
ριζωρυχώ — έω, Α σκάβω και βγάζω ρίζες για να τίς φάω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + ωρυχῶ (< ωρύχος < ὀρύσσω), πρβλ. τυμβ ωρυχῶ] … Dictionary of Greek
ριζωρύχος — ὁ, Α (για σχολαστικούς γραμματικούς) αυτός που σκάβει για να βρει τις ρίζες τών λέξεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + ωρύχος (< ὀρύσσω), πρβλ. μεταλλ ωρύχος, τυμβ ωρύχος. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
τιμούχος — και αιολ. τ. τιμῶχος και τιμάοχος, ὁ, Α 1. αυτός στον οποίο αποδίδονται τιμές 2. τίτλος άρχοντα σε μερικές ελληνικές πόλεις («καὶ ὃς ἄν ἔξω τι τῶν τούτων ἱεροποιὸς παρασκευάσῃ ὑπὸ τῶν τιμούχων ζημιοῡται», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τιμή + οῦχος* (< … Dictionary of Greek